- ξυλοπόδαρος
- ο ирон. длинноногий человек, цапля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια 2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαρο α) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο β) το καλόβαθρο γ) το καλαπόδι … Dictionary of Greek
ξυλοπόδης — ο (Α ξυλοπόδης) αυτός που έχει ξύλινα πόδια, ξυλοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek